- ετεροκινησία
- ητο γνώρισμα του ετεροκίνητου, το να κινείται κανείς από άλλον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετεροκινησία — η (Α ἑτεροκινησία) η κίνηση που δίνεται από εξωτερική δύναμη νεοελλ. περίπτωση καρυοκινησίας κατά την οποία τα θυγατρικά κύτταρα είναι ανόμοια μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ετεροκινησία < ετεροκίνητος, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
ἑτεροκινησίας — ἑτεροκινησίᾱς , ἑτεροκινησία motion externally caused fem acc pl ἑτεροκινησίᾱς , ἑτεροκινησία motion externally caused fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)